σολοικισμῶν

σολοικισμῶν
σολοικισμός
incorrectness in the use of language
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σολοικισμός — Βλ. λ. Σόλοι (2). * * * ο, ΝΑ 1. σφάλμα, ιδίως συντακτικό, κατά τη χρήση τής γλώσσας, παραβίαση τών συντακτικών, κυρίως, κανόνων τής γλώσσας, καθώς και χρήση προτάσεων ή εκφράσεων που δεν ανταποκρίνονται στα συμφραζόμενα και στα δεδομένα τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”